- κάτγκουτ
- Είδος λεπτού και δυνατού χειρουργικού ράμματος, το οποίο αποτελείται από πολύ λεπτές αποστειρωμένες ταινίες εντέρου σαρκοφάγων ή χορτοφάγων ζώων, συχνότερα αρνιού ή αλόγων. Αποτελείται από οργανική ύλη, έχει την ιδιότητα να απορροφάται από τον οργανισμό και γι’ αυτό χρησιμοποιείται στη συρραφή των ιστών. Ανάλογα με το πάχος και τη σύσταση των ιστών που πρόκειται να συρραφούν, χρησιμοποιείται κ. με διάφορες διαμέτρους (από 0,20 έως 1 χιλιοστό). Το κ. πρέπει επίσης να είναι ελαστικό και ανθεκτικό σε ισχυρή τάση. Γι’ αυτό τον σκοπό υπόκειται σε ειδικές χημικές επεξεργασίες, όπως ο εμποτισμός του με χρωμιούχο κάλιο (χρωμιούχο κ.). Εξαιτίας της προέλευσής του, πρέπει να αποστειρωθεί με μεγάλη προσοχή· αναφέρεται μάλιστα ότι από το κ. υπάρχει το ενδεχόμενο πρόκλησης τετάνου. Για να μειωθεί ο κίνδυνος, στη Ρωσία οι χειρουργοί το αντικατέστησαν με ράμματα κατασκευασμένα από τένοντες ταράνδου, οι Ιάπωνες χρησιμοποιούν τένοντες φάλαινας, ενώ οι Αυστραλοί τένοντες καγκουρό. Το κ. χρησιμοποιείται επίσης στην κατασκευή εγχόρδων μουσικών οργάνων και στις ρακέτες του τένις.
Dictionary of Greek. 2013.